Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
διφρίδιον
διφρίον
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
διφρυγής
View word page
δίφρις
δίφρ-ις, ,
A). sedentary person, Hsch. (fort. διφρίας).


ShortDef

sedentary person

Debugging

Headword:
δίφρις
Headword (normalized):
δίφρις
Headword (normalized/stripped):
διφρις
IDX:
27613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27614
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίφρ-ις</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sedentary person,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">διφρίας</span>).</div> </div><br><br>'}