Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διφρελάτειρα
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
διφρίδιον
διφρίον
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
διφροφόρος
View word page
δίφριος
δίφρ-ιος, α, ον,
A). of a chariot: neut. pl. as Adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, AP 7.152 .


ShortDef

of a chariot

Debugging

Headword:
δίφριος
Headword (normalized):
δίφριος
Headword (normalized/stripped):
διφριος
IDX:
27612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίφρ-ιος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a chariot:</span> neut. pl. as Adv., <span class="foreign greek">δίφρια συρόμενος</span> dragged <span class="tr" style="font-weight: bold;">at the chariot wheels,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 7.152 </span>.</div> </div><br><br>'}