Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διφρεία
διφρελάτειρα
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
διφρίδιον
διφρίον
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
διφροφορέω
View word page
διφρίον
διφρ-ίον, τό, Dim. of δίφρος, Tim. Lex.
A). s.v. σκολύθρια.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διφρίον
Headword (normalized):
διφρίον
Headword (normalized/stripped):
διφριον
IDX:
27611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφρ-ίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">δίφρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tim.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">σκολύθρια.</span> </div> </div><br><br>'}