Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίφραξ
διφρεία
διφρελάτειρα
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
διφρίδιον
διφρίον
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
διφροῦχος
View word page
διφρίδιον
διφρ-ίδιον, τό, Dim. of δίφρος, EM 718.45 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διφρίδιον
Headword (normalized):
διφρίδιον
Headword (normalized/stripped):
διφριδιον
IDX:
27610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφρ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">δίφρος,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:718:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:718.45/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 718.45 </a> (pl.).</div><br><br>'}