Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρελάτειρα
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
διφρίδιον
διφρίον
δίφριος
δίφρις
διφρίσκος
δίφροντις
διφροπηγία
δίφρος
διφρουλκέω
διφρουργία
View word page
διφρήλατος
διφρ-ήλᾰτος, ον,
A). car-borne, E. Fr. 1108 .


ShortDef

car-borne

Debugging

Headword:
διφρήλατος
Headword (normalized):
διφρήλατος
Headword (normalized/stripped):
διφρηλατος
IDX:
27609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφρ-ήλᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">car-borne,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 1108 </span>.</div> </div><br><br>'}