Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διφθογγογραφέω
διφθογγόομαι
δίφθογγος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
διφοῦρα
δίφρακον
δίφραξ
διφρεία
διφρελάτειρα
διφρευτής
διφρευτικός
διφρεύω
διφρηλασία
διφρηλατέω
διφρηλάτης
διφρήλατος
διφρίδιον
διφρίον
δίφριος
View word page
διφρελάτειρα
διφρ-ελάτειρα
[
ᾰ],
pecul. fem. of
διφρηλάτης,
APl.
4.359
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διφρελάτειρα
Headword (normalized):
διφρελάτειρα
Headword (normalized/stripped):
διφρελατειρα
IDX:
27602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27603
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφρ-ελάτειρα</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> pecul. fem. of <span class="foreign greek">διφρηλάτης,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 4.359 </span>.</div><br><br>'}