Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθέριον
διφθερίς
διφθερῖτις
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθέρωμα
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγογραφέω
διφθογγόομαι
δίφθογγος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
διφοῦρα
δίφρακον
View word page
διφθέρωμα
διφθέρωμα, ατος, τό,
A). = διφθέρα , Thd. Is. 8.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διφθέρωμα
Headword (normalized):
διφθέρωμα
Headword (normalized/stripped):
διφθερωμα
IDX:
27589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφθέρωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διφθέρα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 8.1 </span>.</div> </div><br><br>'}