Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθέριον
διφθερίς
διφθερῖτις
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθέρωμα
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγογραφέω
διφθογγόομαι
δίφθογγος
διφορέω
διφόρησις
δίφορος
διφοῦρα
View word page
διφθεροπώλης
διφθεροπώλης, ου, ,
A). leather-seller, Nicoph. 19 .


ShortDef

leather-seller

Debugging

Headword:
διφθεροπώλης
Headword (normalized):
διφθεροπώλης
Headword (normalized/stripped):
διφθεροπωλης
IDX:
27588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27589
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφθεροπώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leather-seller,</span> Nicoph.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:19/canonical-url/"> 19 </a>.</div> </div><br><br>'}