Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διφάσιος
δίφατον
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθέριον
διφθερίς
διφθερῖτις
διφθερόομαι
διφθεροπώλης
διφθέρωμα
διφθογγίζω
διφθογγιστέον
διφθογγογραφέω
διφθογγόομαι
δίφθογγος
View word page
διφθέριον
διφθέρ-ιον
,
τό
, Dim. of
διφθέρα,
Theognost.
Can.
125.25
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διφθέριον
Headword (normalized):
διφθέριον
Headword (normalized/stripped):
διφθεριον
IDX:
27584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27585
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφθέρ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">διφθέρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 125.25 </span>.</div><br><br>'}