Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
διφάνινος
δίφας
διφασία
διφάσιος
δίφατον
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθέριον
διφθερίς
διφθερῖτις
View word page
δίφατος
δίφᾰτος [ῐ],
A). ambiguous, Hsch.


ShortDef

ambiguous

Debugging

Headword:
δίφατος
Headword (normalized):
δίφατος
Headword (normalized/stripped):
διφατος
IDX:
27576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίφᾰτος</span> [<span class="foreign greek">ῐ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ambiguous,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}