Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
διφάνινος
δίφας
διφασία
διφάσιος
δίφατον
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
διφθεράριος
διφθερίας
διφθέρινος
View word page
διφασία
δῐφᾰσία, , (δίφατος)
A). = διλογία , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διφασία
Headword (normalized):
διφασία
Headword (normalized/stripped):
διφασια
IDX:
27573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐφᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> <span class="foreign greek">, (δίφατος)</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διλογία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}