Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
διφάνινος
δίφας
διφασία
διφάσιος
δίφατον
δίφατος
διφάω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεράλοιφος
View word page
διφαλέος
δῑφᾰλέος, α, ον,(διφάω)
A). searching, sagacious, Hymn.Is. 10 .


ShortDef

searching, sagacious

Debugging

Headword:
διφαλέος
Headword (normalized):
διφαλέος
Headword (normalized/stripped):
διφαλεος
IDX:
27570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῑφᾰλέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">διφάω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">searching, sagacious,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hymn.Is.</span> 10 </span>.</div> </div><br><br>'}