Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
διφάνινος
δίφας
διφασία
διφάσιος
δίφατον
δίφατος
διφάω
View word page
διφαλαγγάρχης
δῐφᾰλαγγ-άρχης, ου, ,
A). leader of a διφαλαγγαρχία, Suid.


ShortDef

leader of a διφαλαγγαρχία

Debugging

Headword:
διφαλαγγάρχης
Headword (normalized):
διφαλαγγάρχης
Headword (normalized/stripped):
διφαλαγγαρχης
IDX:
27567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27568
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐφᾰλαγγ-άρχης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leader of a</span> <span class="foreign greek">διφαλαγγαρχία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}