Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
διφάνινος
δίφας
διφασία
διφάσιος
δίφατον
δίφατος
View word page
διφαδεύει
διφαδεύει· ἐξελεῖται, Hsch. δίφακος, a
A). plant, Id.


ShortDef

plant

Debugging

Headword:
διφαδεύει
Headword (normalized):
διφαδεύει
Headword (normalized/stripped):
διφαδευει
IDX:
27566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διφαδεύει·</span> <span class="foreign greek">ἐξελεῖται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">δίφακος</span>, a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plant,</span> Id.</div> </div><br><br>'}