Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διυλιστήριον
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
διφάνινος
δίφας
διφασία
διφάσιος
View word page
διυφή
δι-ῠφή, ,
A). woven fabrie, Aristeas 86 .


ShortDef

woven fabrie

Debugging

Headword:
διυφή
Headword (normalized):
διυφή
Headword (normalized/stripped):
διυφη
IDX:
27564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-ῠφή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">woven fabrie,</span> Aristeas <span class="bibl"> 86 </span>.</div> </div><br><br>'}