Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διυλιστήρ
διυλιστήριον
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
διφάνινος
δίφας
διφασία
View word page
διύφαντος
δι-ύφαντος [ῠ],
A). doubly woven, PMasp. 6ii98 (vi A. D.).


ShortDef

doubly woven

Debugging

Headword:
διύφαντος
Headword (normalized):
διύφαντος
Headword (normalized/stripped):
διυφαντος
IDX:
27563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27564
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-ύφαντος</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">doubly woven,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 6ii98 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}