Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστήριον
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
διφαλαγγάρχης
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
διφαλέος
View word page
διυποβλέπω
διυπο-βλέπω
,
A).
gloss on
διακυνοφθαλμίζομαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διυποβλέπω
Headword (normalized):
διυποβλέπω
Headword (normalized/stripped):
διυποβλεπω
IDX:
27560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27561
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διυπο-βλέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διακυνοφθαλμίζομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}