Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστήριον
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύει
View word page
διυπερτίθημι
διυπερτίθημι,
A). postpone, POxy. 1479.6 (i B. C.).


ShortDef

postpone

Debugging

Headword:
διυπερτίθημι
Headword (normalized):
διυπερτίθημι
Headword (normalized/stripped):
διυπερτιθημι
IDX:
27556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διυπερτίθημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">postpone,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1479.6 </span> (i B. C.).</div> </div><br><br>'}