Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
διυλιστήριον
διυλιστός
διυπερτίθημι
διυπηρετέομαι
διυπνίζω
διυποβάλλω
διυποβλέπω
διυποπτεύω
διυφαίνω
διύφαντος
διυφή
View word page
διυλιστήριον
διῡλ-ιστήριον
,
τό
,
A).
gloss on
ἠθμάριον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διυλιστήριον
Headword (normalized):
διυλιστήριον
Headword (normalized/stripped):
διυλιστηριον
IDX:
27554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27555
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διῡλ-ιστήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἠθμάριον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}