δίυγρος
δίυγρος, ον,
2). of a melting glance, νεῦμα δ. AP 12.68.7 ( ).
II). liquid, moist, Pr. 887b25 ; ἀναθυμίασις Sent. 29 ; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. PE 3.11 ; τὸ δ. τῆς ὕλης Or. 5.165d ; πνεῦμα Myst. 4.13 ; watery, αἷμα in Hp. 1.132