Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διτονιαῖος
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
δίτροπος
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
διττάμενον
διτταχῶς
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλιστήρ
View word page
διτταχῶς
διτταχῶς· διχῶς, Hsch. διττός, etc.,
A). v. δισς-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διτταχῶς
Headword (normalized):
διτταχῶς
Headword (normalized/stripped):
διτταχως
IDX:
27543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διτταχῶς·</span> <span class="foreign greek">διχῶς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">διττός</span>, etc., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δισς-.</span> </div> </div><br><br>'}