Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διτονέω
διτονιαῖος
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
δίτροπος
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
διττάμενον
διτταχῶς
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
δίυδρος
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
View word page
διττάμενον
διττάμενον· ἀρνούμενον (Cret.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διττάμενον
Headword (normalized):
διττάμενον
Headword (normalized/stripped):
διτταμενον
IDX:
27542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διττάμενον·</span> <span class="foreign greek">ἀρνούμενον</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}