Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἰσχυντηλία
αἰσχυντηλός
αἰσχυντήρ
αἰσχυντηρός
αἰσχυντικός
αἰσχυντός
αἰσχύνω
Αἰσώπειος
Αἰσωποποίητος
ἀΐτας
αἴτε
αἰτέω
αἴτημα
αἰτηματικός
αἰτηματώδης
αἰτήσιμος
αἴτησις
αἰτητέον
αἰτητής
αἰτητικός
αἰτητός
View word page
αἴτε
αἴτε
, Dor. and Aeol. for
εἴτε.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἴτε
Headword (normalized):
αἴτε
Headword (normalized/stripped):
αιτε
IDX:
2753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2754
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἴτε</span>, Dor. and Aeol. for <span class="foreign greek">εἴτε.</span> </div><br><br>'}