Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίτοιχος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονιαῖος
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
δίτροπος
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
διττάμενον
διτταχῶς
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
διυδατίζω
View word page
δίτροπος
δῐ/-τροπος, ον, expl. of δίχολος, Diogenian. 4.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίτροπος
Headword (normalized):
δίτροπος
Headword (normalized/stripped):
διτροπος
IDX:
27538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-τροπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, expl. of <span class="foreign greek">δίχολος,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0097.tlg001:4:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0097.tlg001:4.32/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diogenian.</span> 4.32 </a>.</div><br><br>'}