Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διτάλαντος
δίτοιχος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονιαῖος
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
δίτροπος
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
διττάμενον
διτταχῶς
δίτυλος
διυγιαίνω
διυγραίνω
δίυγρος
View word page
διτριχιάω
δῐ-τρῐχιάω,
A). have double eyelashes, Gal. 14.771 .


ShortDef

have double eyelashes

Debugging

Headword:
διτριχιάω
Headword (normalized):
διτριχιάω
Headword (normalized/stripped):
διτριχιαω
IDX:
27537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27538
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-τρῐχιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">have double eyelashes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.771 </span>.</div> </div><br><br>'}