Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δίσωμος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
δίτοιχος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονιαῖος
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
δίτροπος
διτρόχαιος
διτροχία
δίτροχος
View word page
διτομία
δῐ-τομία,
A). second cutting of reeds, POxy. 1631.14 (iii A. D.).


ShortDef

second cutting

Debugging

Headword:
διτομία
Headword (normalized):
διτομία
Headword (normalized/stripped):
διτομια
IDX:
27531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-τομία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">second cutting</span> of reeds, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1631.14 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}