Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δίσωμος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
δίτοιχος
διτοκέω
διτόκος
διτομία
διτονέω
διτονιαῖος
διτονίζω
δίτονος
διτορμία
διτριχιάω
δίτροπος
View word page
δίτοιχος
δῐ/-τοιχος· ἀναίσθητος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίτοιχος
Headword (normalized):
δίτοιχος
Headword (normalized/stripped):
διτοιχος
IDX:
27528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-τοιχος·</span> <span class="foreign greek">ἀναίσθητος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}