Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχέλιοι
δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δίσωμος
δισώνυμος
Δισωτήριον
διτάλαντος
View word page
δισχέλιοι
δισχέλιοι, οἱ, Aeol. for δισχίλιοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δισχέλιοι
Headword (normalized):
δισχέλιοι
Headword (normalized/stripped):
δισχελιοι
IDX:
27517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δισχέλιοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">δισχίλιοι.</span> </div><br><br>'}