Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
δισυλλαβία
δισύλλαβος
δισύναπτος
δισυνεγγυάω
δισύπατος
δισχέλιοι
δισχιδής
δισχιδόν
δισχιλιάς
δισχίλιοι
δίσχοινος
δισώματος
δίσωμος
δισώνυμος
View word page
δισυνεγγυάω
δῐσυν-εγγῠάω
,
A).
become joint surety twice,
Sammelb.
4369ii6
(iii B. C.).
ShortDef
become joint surety twice
Debugging
Headword:
δισυνεγγυάω
Headword (normalized):
δισυνεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
δισυνεγγυαω
IDX:
27515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27516
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐσυν-εγγῠάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become joint surety twice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 4369ii6 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}