Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστασμός
διστεγής
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχής
διστιχία
διστιχίασις
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
δισυλλαβέω
View word page
διστιχής
δι-στῐχής, ές,
A). = δίστιχος, ὀδόντες Ar. Byz. Epit. 120.9 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διστιχής
Headword (normalized):
διστιχής
Headword (normalized/stripped):
διστιχης
IDX:
27501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-στῐχής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δίστιχος, ὀδόντες</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> </span> Byz.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epit.</span> 120.9 </span>.</div> </div><br><br>'}