Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστασμός
διστεγής
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχής
διστιχία
διστιχίασις
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
διστραλίον
δίστροφος
View word page
διστεφής
δι-στεφής, ές,
A). twice-crowned, Call. Sos. 7.2 .


ShortDef

twice-crowned

Debugging

Headword:
διστεφής
Headword (normalized):
διστεφής
Headword (normalized/stripped):
διστεφης
IDX:
27500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-στεφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twice-crowned,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:7:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0533.tlg001:7.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Call.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sos.</span> 7.2 </a>.</div> </div><br><br>'}