Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστασμός
διστεγής
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχής
διστιχία
διστιχίασις
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
δίστομος
View word page
διστεγία
δι-στεγία, ,
A). second story, Poll. 4.130 .


ShortDef

second story

Debugging

Headword:
διστεγία
Headword (normalized):
διστεγία
Headword (normalized/stripped):
διστεγια
IDX:
27498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-στεγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">second story,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:130" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.130/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.130 </a>.</div> </div><br><br>'}