Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισσοποιός
δισσός
δισσοτόκος
δισσοφυής
δίσταγμα
διστάδιος
διστάζω
διστακτικός
διστάσιος
διστασμός
διστεγής
διστεγία
δίστεγος
διστεφής
διστιχής
διστιχία
διστιχίασις
δίστιχος
διστοιχία
δίστοιχος
δίστολος
View word page
διστεγής
δι-στεγής, ές,
A). = δίστεγος , EM 274.27 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διστεγής
Headword (normalized):
διστεγής
Headword (normalized/stripped):
διστεγης
IDX:
27497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27498
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-στεγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δίστεγος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:274:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:274.27/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 274.27 </a>.</div> </div><br><br>'}