Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισκοβολία
δισκοβόλος
δισκοειδής
δισκόομαι
δισκόραξ
δίσκος
δίσκουρα
δισκοφόρος
δισμυρίανδρος
δισμύριοι
δισπερίοδος
δισπιθαμαῖος
δισπίθαμος
δισπόνδειος
δισπορέω
δισσάκις
δισσάρχης
δισσαχῇ
δισσαχοῦ
δισσογονέω
δισσογραφία
View word page
δισπερίοδος
δισπερίοδος, ,
A). twice a περιοδονίκης (q. v.), κῆρυξ IG 3.129 (iii A. D.).


ShortDef

twice a περιοδονίκης

Debugging

Headword:
δισπερίοδος
Headword (normalized):
δισπερίοδος
Headword (normalized/stripped):
δισπεριοδος
IDX:
27473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27474
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δισπερίοδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twice a</span> <span class="foreign greek">περιοδονίκης</span> (q. v.), <span class="quote greek">κῆρυξ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.129 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}