Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισέβδομος
δισέκγονοι
δισέκτωρ
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκάζομαι
δισκάριον
δίσκελλα
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
δισκοβόλος
δισκοειδής
View word page
δίσκελλα
δίσκ-ελλα· σπυρίς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίσκελλα
Headword (normalized):
δίσκελλα
Headword (normalized/stripped):
δισκελλα
IDX:
27455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίσκ-ελλα·</span> <span class="foreign greek">σπυρίς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}