Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισέκτωρ
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
δισκάζομαι
δισκάριον
δίσκελλα
δισκεύς
δισκευτής
δισκεύω
δισκέω
δίσκημα
δίσκηπτρος
δισκοβολέω
δισκοβολία
View word page
δισκάζομαι
δισκ-άζομαι,
A). = διαφέρομαι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δισκάζομαι
Headword (normalized):
δισκάζομαι
Headword (normalized/stripped):
δισκαζομαι
IDX:
27453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δισκ-άζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαφέρομαι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}