Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διρκαία
δίρραβδος
δίρρυθμος
διρρυμία
δίρρυμος
δίς
δίδις
Δίς
δίσαβος
δισάκκιον
δίσαλα
δισάρπαγος
δισεβδομηκοντάπηχυς
δισέβδομος
δισέκγονοι
δισέκτωρ
δισεξάδελφος
δίσευνος
δίσημος
δισθανής
δισιτέομαι
View word page
δίσαλα
δίσαλα· ἀκαθαρσία, and δισαλέος· ῥυπαρός, Hsch. (cf. δεῖσα, etc.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίσαλα
Headword (normalized):
δίσαλα
Headword (normalized/stripped):
δισαλα
IDX:
27442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίσαλα·</span> <span class="foreign greek">ἀκαθαρσία,</span> and <span class="orth greek">δισαλέος·</span> <span class="foreign greek">ῥυπαρός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">δεῖσα,</span> etc.).</div><br><br>'}