Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διπολίεια
διπολις
διπολίτης
Διπολιώδης
δίπολος
δίπορος
δίπος
διπόταμος
δίπους
διπρόσωπος
δίπρυμνος
δίπρῳρος
δίπτερος
διπτέρυγος
δίπτυον
διπτυχής
διπτυχίζω
δίπτυχος
δίπτωτος
δίπυλος
διπυργία
View word page
δίπρυμνος
δί-πρυμνος, ον, v. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίπρυμνος
Headword (normalized):
δίπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
διπρυμνος
IDX:
27416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δί-πρυμνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, v. sq.</div><br><br>'}