Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διπλοίζω
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
διπλόος
διπλόρους
διπλός
διπλοσήμαντος
διπλόω
διπλῳδέομαι
δίπλωμα
δίπλωσις
δίπνοος
διπόδης
διποδία
διποδιάζω
διποδισμός
διποληΐς
Διπολίεια
διπολις
View word page
διπλῳδέομαι
διπλ-ῳδέομαι,
A). recur, τῶν διατόνων καθ’ ἕκαστον τετράχορδον διπλῳδουμένων Theo Sm. p.93H.


ShortDef

recur

Debugging

Headword:
διπλῳδέομαι
Headword (normalized):
διπλῳδέομαι
Headword (normalized/stripped):
διπλωδεομαι
IDX:
27397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διπλ-ῳδέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">recur,</span> <span class="foreign greek">τῶν διατόνων καθ’ ἕκαστον τετράχορδον διπλῳδουμένων</span> Theo Sm.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg027.perseus-grc1:p.93H" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg027.perseus-grc1:p.93H/canonical-url/"> p.93H. </a> </div> </div><br><br>'}