Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διπλασίων
διπλασμός
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῆ
διπλῇ
διπληγίς
διπλήθης
διπλήσιος
δίπλινθος
διπλοείματος
διπλόη
διπλόθριξ
διπλοΐδιον
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλοϊσότης
διπλοκάριος
διπλοκεράμιον
View word page
διπλήσιος
διπλήσιος, η, ον, Ion. for διπλάσιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διπλήσιος
Headword (normalized):
διπλήσιος
Headword (normalized/stripped):
διπλησιος
IDX:
27381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27382
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διπλήσιος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">διπλάσιος.</span> </div><br><br>'}