Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διπλασιεπιτριτέταρτος
διπλασιεπίτριτος
διπλασιεφήμισυς
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόομαι
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασίων
διπλασμός
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῆ
διπλῇ
διπληγίς
διπλήθης
διπλήσιος
δίπλινθος
διπλοείματος
View word page
διπλεθρία
διπλεθρ-ία
,
ἡ
,
A).
a measure of two
πλέθρα,
IG
9(1).693.20
(Corc.).
ShortDef
a measure of two
Debugging
Headword:
διπλεθρία
Headword (normalized):
διπλεθρία
Headword (normalized/stripped):
διπλεθρια
IDX:
27373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27374
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διπλεθρ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a measure of two</span> <span class="foreign greek">πλέθρα,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).693.20 </span> (Corc.).</div> </div><br><br>'}