Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
διπλασιεπιτριμερής
διπλασιεπιτριτέταρτος
διπλασιεπίτριτος
διπλασιεφήμισυς
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόομαι
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασίων
διπλασμός
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεία
δίπλευρος
διπλῆ
διπλῇ
View word page
διπλασιόομαι
διπλᾰσιό-ομαι, Pass.,
A). to be doubled, Th. 1.69 , PLeid.X. 87 .


ShortDef

to become twofold

Debugging

Headword:
διπλασιόομαι
Headword (normalized):
διπλασιόομαι
Headword (normalized/stripped):
διπλασιοομαι
IDX:
27368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27369
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διπλᾰσιό-ομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be doubled,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:1:69" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:1.69/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 1.69 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLeid.X.</span> 87 </span>.</div> </div><br><br>'}