Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
διοχυρόω
δίοψ
δίοψις
διόψομαι
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
διπάνας
δίπελμος
διπενθημιμερής
διπηχυαῖος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
δίπλαξ
διπλασιάζω
διπλασίασις
διπλασιασμός
View word page
διπάνας
διπάνας· τοὺς διδύμους γεγενημένους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διπάνας
Headword (normalized):
διπάνας
Headword (normalized/stripped):
διπανας
IDX:
27344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27345
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διπάνας·</span> <span class="foreign greek">τοὺς διδύμους γεγενημένους,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}