Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
διοχυρόω
δίοψ
δίοψις
διόψομαι
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
διπάνας
δίπελμος
διπενθημιμερής
διπηχυαῖος
δίπηχυς
διπλάδιος
διπλάζω
View word page
διόψομαι
διόψομαι,
A). v. διοράω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διόψομαι
Headword (normalized):
διόψομαι
Headword (normalized/stripped):
διοψομαι
IDX:
27340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διόψομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διοράω.</span> </div> </div><br><br>'}