Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διουρίζω
διοφανής
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
διοχυρόω
δίοψ
δίοψις
διόψομαι
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
διπάνας
δίπελμος
διπενθημιμερής
διπηχυαῖος
δίπηχυς
View word page
δίοψ
δίοψ· οἰκονόμος (cf. δίοπος A), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίοψ
Headword (normalized):
δίοψ
Headword (normalized/stripped):
διοψ
IDX:
27338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίοψ·</span> <span class="foreign greek">οἰκονόμος</span> (cf. <span class="foreign greek">δίοπος</span> A), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}