Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοφανής
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
διοχυρόω
δίοψ
δίοψις
διόψομαι
δίπαις
διπάλαιστος
δίπαλτος
διπάνας
δίπελμος
View word page
διόχλησις
διόχλ-ησις, εως, ,
A). annoyance, IG 3.48 (iii A. D.).


ShortDef

annoyance

Debugging

Headword:
διόχλησις
Headword (normalized):
διόχλησις
Headword (normalized/stripped):
διοχλησις
IDX:
27335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διόχλ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">annoyance,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 3.48 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}