Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διοτρόφος
διού
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοφανής
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
διοχλίζω
διοχυρόω
δίοψ
δίοψις
διόψομαι
δίπαις
διπάλαιστος
View word page
διοχεύομαι
διοχεύομαι,
A). to be impregnated, διὰ φωτός Plu. in Hes. 84 (prob. for διοιχηθείσῃ).


ShortDef

to be impregnated

Debugging

Headword:
διοχεύομαι
Headword (normalized):
διοχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διοχευομαι
IDX:
27332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοχεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be impregnated,</span> <span class="quote greek">διὰ φωτός</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Hes.</span> 84 </span> (prob. for <span class="foreign greek">διοιχηθείσῃ</span>).</div> </div><br><br>'}