Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διόστεος
διοσφραίνω
διοτήρ
διότι
διοτιδήποτε
διότιπερ
Διοτρεφής
Διοτρόφος
διού
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοφανής
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
διοχλέω
διόχλησις
View word page
διουργέω
διουργέω
,
A).
cultivate
(metaph.),
Klio
18.302
(Delph.).
ShortDef
cultivate
Debugging
Headword:
διουργέω
Headword (normalized):
διουργέω
Headword (normalized/stripped):
διουργεω
IDX:
27325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27326
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διουργέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cultivate</span> (metaph.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Klio</span> 18.302 </span> (Delph.).</div> </div><br><br>'}