Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίοσμος
Διόσπυρος
διόστεος
διοσφραίνω
διοτήρ
διότι
διοτιδήποτε
διότιπερ
Διοτρεφής
Διοτρόφος
διού
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοφανής
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
διοχή
View word page
διού
διού, Boeot.,
A). = δύο , IG 7.3193 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διού
Headword (normalized):
διού
Headword (normalized/stripped):
διου
IDX:
27323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27324
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διού</span>, Boeot., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δύο</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.3193 </span>.</div> </div><br><br>'}