Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διοσκουριασταί
δίοσμος
Διόσπυρος
διόστεος
διοσφραίνω
διοτήρ
διότι
διοτιδήποτε
διότιπερ
Διοτρεφής
Διοτρόφος
διού
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
διουρίζω
διοφανής
διοχετεία
διοχετεύω
διοχεύομαι
View word page
Διοτρόφος
Διοτρόφος, ον,
A). nurse of Zeus, Κρήτα E. Hyps.Fr. 3 iii 23 (lyr.).


ShortDef

nurse of Zeus

Debugging

Headword:
Διοτρόφος
Headword (normalized):
διοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
διοτροφος
IDX:
27322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27323
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Διοτρόφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nurse of Zeus,</span> <span class="quote greek">Κρήτα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hyps.Fr.</span> 3 iii 23 </span> (lyr.).</div> </div><br><br>'}